- στεφανικός
- -ή, -όν, ΜΑ [στέφανος]αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον στέφανο, στο στέμμα («στεφανικὸν τέλεσμα», λεξ. Σούδα)μσν.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τελετή τού γάμου, στον γάμοαρχ.1. το ουδ. ως ουσ. τὸ στεφανικόνειδικός φόρος που επιβαλλόταν για τη χρήση στεφάνων2. φρ. «πράκτωρ στεφανικῶν»(στην Αίγυπτο και στη Συρία) εισπράκτορας τού φόρου τού στεφάνου.
Dictionary of Greek. 2013.