στεφανικός

στεφανικός
-ή, -όν, ΜΑ [στέφανος]
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον στέφανο, στο στέμμα («στεφανικὸν τέλεσμα», λεξ. Σούδα)
μσν.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τελετή τού γάμου, στον γάμο
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ στεφανικόν
ειδικός φόρος που επιβαλλόταν για τη χρήση στεφάνων
2. φρ. «πράκτωρ στεφανικῶν»
(στην Αίγυπτο και στη Συρία) εισπράκτορας τού φόρου τού στεφάνου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στεφανικόν — στεφανικός of masc acc sg στεφανικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανικαῖς — στεφανικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανικῆς — στεφανικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανική — στεφανικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανικήν — στεφανικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανιτικός — και στεφανητικός, ή, όν, Α [στεφανίτης] στεφανικός* («στεφανιτικὸς φόρος», Ιώσ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”